πτυχωτός

πτυχωτός
η , ό[ν]
1) имеющий складки; сборчатый; плиссированный; 2) геол складчатый; 3) сморщенный; морщинистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πτυχωτός" в других словарях:

  • πτυχωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει πτυχές, πλισάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχώνω. Η λ., στο θηλ. πτυχωτή (γη), μαρτυρείται από το 1896 στο Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας] …   Dictionary of Greek

  • πτυχωτός — ή, ό αυτός που έχει πτυχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιούρας — (Jura). Οροσειρά της κεντρικής Ευρώπης, που εκτείνεται κυρίως στη Γαλλία και στην Ελβετία και σε ένα μικρότερο τμήμα της στη Γερμανία. Ο γαλλοελβετικός Ι., που περιβάλλεται από τον Ροδανό και τον Ρήνο, αποτελείται από πετρώματα, η ηλικία των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»